- πεταχτάρα
- η, Νψωμί που ζημώθηκε και ψήθηκε βιαστικά, αλλ. πεταχτή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεταχτός (< πετώ) + κατάλ. -άρα (πρβλ. τρομ-άρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεταστή — Ονομάζεται έτσι ένας από τους χαρακτήρες ποσότητας, που χρησιμοποιείται στη σημερινή σημειογραφία της βυζαντινής μουσικής. Στο αρχαίο στενογραφικό σύστημα της βυζαντινής μουσικής, η π. είχε τη γραφή που έχει σήμερα, την ίδια αξία και ονομασία και … Dictionary of Greek
πεταχτός — ή, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται με πέταγμα, με ρίψη 2. ζωηρός, ευκίνητος 3. το θηλ. ως ουσ. η πεταχτή η πεταχτάρα 4. το ουδ. ως ουσ. το πεταχτό το πρώτο χοντρό κονίαμα πάνω σε κατασκευαζόμενο τοίχο 3. φρ. «στα πεταχτά» α) βιαστικά, γρήγορα («έγραψα… … Dictionary of Greek